Ανθρωποι

Ελάτε όλοι θνητοί κι αθάνατοι

εδώ στη γη τη ξεχασμένη

ελάτε όλοι να θρηνήσουμε

μία ψυχή που πάει χαμένη

κλαίμε, θρηνούμε, λίγο οίκτο ψάχνουμε

στον ουρανό τα μάτια πάνε

πώς αδικίες θεοί αφήνουνε

πως οι σκληρές καρδιές βαστάνε

μα του πατέρα πώς τα μάτια αυτά

και δεν εδάκρυσαν ακόμα ;

δεν ήταν γέρος που τον έχασε

παιδί θα βάλει μεσ' το χώμα

 (Η πομπή των ανθρώπων φεύγει για τη ταφή του νεκρού

παιδιού. Μένει πίσω μόνος ο Προμηθέας)

 

Προμηθέας

Αυτά που βλέπω πόσο άδικα μου μοιάζουν

μία ζωή στη λύπη και το κλάμα

γιατί οι θεοί από ψηλά θνητούς δικάζουν ;

να ζούνε δίχως τη φωτιά ένα δικό τους δράμα

Όταν τους έπλαθα σκεφτόμουν την αγάπη

ελεύθεροι σαν τα πουλιά να ζούσαν

μία ζωή χωρίς τον πόνο και το δάκρυ

και γελαστοί σαν τα παιδιά να τραγουδούν

Ωσπου ξημέρωσε μια μέρα τρομερή

μουντή και μαύρη, η φωτιά είχε χαθεί

θρήνοι ηχούσαν κι οι άνθρωποι σκυφτοί

όμως δεν άκουγαν οι θεοί την προσευχή