Τι θα απογίνουν τα Χριστούγεννα

Το παραμύθι της Μαρίας Ασπριώτη
Τι θα απογίνουν τα Χριστούγεννα ;
παρουσιάστηκε από την δημιουργό
στις 26-12-2020

 

“Τι θα απογίνουν τα Χριστούγεννα;” Ή “Ο Άι- Βασίλης επαναστατεί!”

Έχετε επισκεφτεί ποτέ τη Χώρα του Άι-Βασίλη? Όχι? Προτού βιαστείτε να κατηγορήσετε γι΄αυτή σας την παράλειψη το lock-down, πρέπει να σας καθησυχάσω. Μπορεί κιόλας να μην την έχετε καν ακουστά και να νομίζετε πως αστειεύομαι… Η Χώρα του Άι- Βασίλη ωστόσο είναι μυστική, μυθική, αλλά εξίσου πραγματική όσο κι αυτή που ζείτε αυτή τη στιγμή.

Και για να μη νομίζετε πως σας λέω ψέματα θα σας την περιγράψω όσο καλύτερα μπορώ.

Η Χώρα του Άι-Βασίλη έχει απέραντες πεδιάδες με παχύ κι ολόφρεσκο χορτάρι ώστε οι τάρανδοι να βοσκούν ήρεμα όλο το χρόνο και τα Χριστούγεννα να είναι όλοι υγιείς, καλοθρεμμένοι κι ακμαίοι, γεμάτοι ενέργεια κι ενθουσιασμό. Και κάθε χρόνο ο Άι- Βασίλης όταν πρέπει να αποφασίσει ποιους θα πάρει μαζί στο ταξίδι του στη γη για να μοιράσει δώρα συνήθως δεν μπορεί να αποφασίσει. Γιατί καλόκαρδος και δίκαιος όπως είναι δε θέλει να κακοκαρδίζει ποτέ κανέναν κι έτσι θέλει ως κι οι τάρανδοι να είναι ευχαριστημένοι, και να έχουν ίσες ευκαιρίες για να προσφέρουν στον κόσμο τα Δώρα των Χριστουγέννων.

Οπότε οι πεδιάδες είναι απέραντες, το χορτάρι ζουμερό, οι τάρανδοι καλοθρεμμένοι… Ξέχασα κάτι? Το χιόνι? Α, ναι! Στη Χώρα του Άι Βασίλη αντίθετα με όλα όσα μάθατε από υποτιθέμενους μυημένους και ξερόλες ΔΕΝ έχει παντού χιόνι! Χιόνι, ομίχλη κι αιώνιους πάγους έχει στις βουνοκορφές, σε απόμερα σημεία, και τέτοια όπου συνορεύουν τόσο πολύ με τη Γη, ώστε να πρέπει να ληφθούν και κάποια μέτρα προστασίας για να μην αποκαλυφθεί ούτε η ίδια η Χώρα, ούτε ο Άι Βασίλης, και φυσικά ούτε τα εργαστήρια δώρων στα οποία δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους όλων των ειδών τα ξωτικά. Κι αυτά δουλεύουν όλο το χρόνο με ζήλο, αγάπη αλλά και πολύ χαρά κι ενθουσιασμό κι εφευρίσκουν ιδέες για νέα κι ευφάνταστα δώρα, γιατί ξέρουν πόσο σημαντικό είναι το έργο τους. Ξέρουν πόσο σημαντικό είναι να παίρνουν χαρά όλες οι ψυχές του κόσμου. Χαρά τόσο για το δώρο που λαμβάνουν, όσο κι από την πεποίθηση ότι κάποιος τις σκέφτεται και τις νοιάζεται.

Σ΄αυτό τους το έργο φυσικά τα βοηθά κι ο ίδιος ο Άι Βασίλης που πολύ συχνά πηγαίνει από εργαστήριο σε εργαστήριο για να δει, να μοιραστεί ιδέες, να εμπνεύσει, αλλά και να εμπνευστεί, καθώς μερικά ξωτικά είναι ιδιαίτερα αεικίνητα, ενθουσιώδη και ξεχειλίζουν από εμπνεύσεις.

Όπως φαντάζεστε, όσο πλησιάζουν Χριστούγεννα, αυτή η εποχή του χρόνου που ακόμα και το άκουσμα της φέρνει θαλπωρή στις καρδιές, ανάσα ελπίδας και βάζει ως και σε πολέμους φρένο, στη Χώρα του Άι Βασίλη είναι συνήθως όλοι τους πάρα πολύ απασχολημένοι. Είναι γι΄αυτήν την εποχή που όλοι τους εμπνέονται, δοκιμάζουν, πειραματίζονται και δουλεύουν ολόκληρο το χρόνο. Ώστε να κρατηθεί το Πνεύμα των Χριστουγέννων ζωντανό και μαζί με αυτό η Αγάπη κι η ελπίδα στις καρδιές όλων των ψυχών του κόσμου.

Ήταν όμως καιρός τώρα που ο Άι Βασίλης, η κινητήρια δύναμη πίσω από το Θαύμα των Χριστουγέννων, έδειχνε πολύ σκεφτικός σαν κάτι να τον απασχολούσε. Κι όταν τα ξωτικά κατάλαβαν πως είχαν περάσει πια βδομάδες από τότε που είχε επισκεφτεί τα εργαστήρια τους άρχισαν να ανησυχούν. Μερικά όμως που είχαν λίγο κουραστεί βρήκαν ευκαιρία για να τεμπελιάσουν λίγο. Δεν είναι και τόσο εύκολη ξέρετε η ζωή ενός ξωτικού που δουλεύει ακατάπαυστα όλο το χρόνο! Κι έτσι σιγά σιγά η ανησυχία από τη μια αλλά κι η τεμπελιά από την άλλη άρχισαν να εξαπλώνονται στη χώρα αυτή που είναι η Καρδιά των Χριστουγέννων. Τα εργαστήρια υπολειτουργούσαν και πολλά ξωτικά δίνοντας ρεπό στον ίδιο τους τον εαυτό ή ξεκουράζονταν, ή έπαιζαν μεταξύ τους τρελά παιχνίδια όλη μέρα.

Όσο για τον ίδιο τον Ά Βασίλη, δεν τον είχε δει κανείς ούτε καν να πηγαίνει στους ταράνδους για να διαλέξει ποιους θα πάρει μαζί του φέτος, ούτε τον είχαν ακούσει να ζητάει από κανέναν τους να του γυαλίσει το έλκηθρο του. Κάποια ξωτικά άρχισαν σοβαρά να ανησυχούν. Μα τι συνέβαινε? Είχε πάθει κάτι ο Άι Βασίλης? Δε θα μοίραζε λοιπόν φέτος τα δώρα που με τόσο ζήλο κι αγάπη έφτιαχναν όλο το χρόνο? Δε θα γιορτάζονταν λοιπόν φέτος τα Χριστούγεννα? Ανήκουστο! Κάτι τέτοιο δεν είχε ξαναγίνει.

Μια μέρα, κάποια πολύ ανήσυχα συσκέφθηκαν αρκετή ώρα μεταξύ τους, κι αποφάσισαν να τον επισκεφτούν στο πανέμορφο σπιτάκι του στην άκρη ενός κάμπου με θέα τα χιονισμένα και ψηλά βουνά που όπως είπαμε, χωρίζουν τη χώρα αυτή από τη γη.

Όταν εκείνος τα είδε κατάλαβε αμέσως τι ήρθαν να τον ρωτήσουν και τα καλωσόρισε. Όμως του πήρε λίγο χρόνο μέχρι να αρχίσει να τους μιλάει. Έδειχνε σα να μην ήξερε κι αυτός τι ακριβώς να πει και σα να προσπαθούσε να ζυγίσει καλά τον κάθε λόγο του πριν αρχίσει να τους εκμυστηρεύεται τις ενδόμυχες σκέψεις του. Τα ξωτικά περίμεναν υπομονετικά και με σεβασμό, καθώς καταλάβαιναν πως κάτι πολύ σημαντικό τον απασχολούσε.

Ξαφνικά κι ενώ όλοι σιωπούσαν ο Άι Βασίλης τους ρώτησε:

“Νομίζετε πως στους ανθρώπους αρέσουν τα Χριστούγεννα?” 

“Μα φυσικά!” απάντησαν όλα έκπληκτα και με μια φωνή, κουνώντας με έμφαση τα κεφάλια τους. “Τι θα απογίνονταν όλοι τους αν δεν υπήρχαν τα Χριστούγεννα, αν δεν υπήρχαν τα δώρα της Αγάπης, της Ελπίδας και της Χαράς? Θα χανόταν για πάντα το ανθρώπινο γένος μέσα στην απελπισία! Και μαζί με αυτήν θα επικρατούσαν πλέον το μίσος, η ζήλια, η ασυνεννοησία και το χάος, ώσπου όλοι θα γίνονταν εχθροί μεταξύ τους. Οπότε θα έχανε το νόημα η ζωή τους όπως θα χανόταν κι ο σεβασμός τους προς αυτήν. Ζωή χωρίς Χριστούγεννα? Αδύνατον!”

Ο Αι Βασίλης γύρισε και τα κοίταξε με λύπη, κι έπειτα τους έδειξε μερικές στοίβες από χαρτιά.

“Αυτά όλα είναι μερικά από τα γράμματα που πήρα φέτος.”

“Βλέπεις?” Αναφώνησαν τα ξωτικά με χαρά. “Κανείς τους λοιπόν δεν ξέχασε τα Χριστούγεννα.”

Ο Αι Βασίλης τους έγνεψε να σταματήσουν, πήρε ένα γράμμα ανάμεσα από μια στοίβα κι άρχισε να το διαβάζει: “ Αι Βασίλη, είσαι καλός τύπος εσύ! Οι γονείς μου λένε πως φέρνεις ό,τι δώρα κάποιος επιθυμήσει. Γι΄αυτό λοιπόν σου στέλνω μια λίστα με αυτά που θέλω εγώ. Τα λέμε…” Ύστερα τους έδειξε τη λίστα που ήταν μια πυκνογραμμένη κόλλα χαρτί. Και τους διάβασε μερικά ακόμα γράμματα. Όλα ήταν γραμμένα ως απαιτήσεις, θα΄λεγες σα λίστα για ψώνια, χωρίς καμία αγάπη, ούτε καν σεβασμό. Και τα δώρα που απαιτούνταν σε αυτές τις λίστες ήταν τα περισσότερα πέρα από κάθε πνεύμα χριστουγεννιάτικο: όπλα κάθε μορφής και είδους θα’ λεγε κανείς για εξοπλισμό πεζοναύτη, αιμοσταγή και πολεμοχαρή βιντεοπαιχνίδια, ή άλλα χωρίς κανένα νόημα, που απλά απασχολούν το μυαλό αφαιρώντας του ταυτόχρονα την όποια ικανότητα να σκέφτεται λογικά, δημιουργικά κι ανεξάρτητα. Αλλά το χειρότερο ήταν οι λόγοι για τους οποίους τα παιδιά ζητούσαν τα δώρα αυτά. Αυτοί οι λόγοι από μόνοι τους έκαναν ακόμα και δώρα πιο κατάλληλα να δείχνουν ακατάλληλα. Όπως το να κατέχουν κάτι πολύ πιο ακριβό, πολύ πιο μοντέρνο, πολύ πιο φανταχτερό πιο λουσάτο, πιο … από τους γνωστούς, τους συμμαθητές, αλλά ακόμα και τους φίλους τους, ώστε όλοι οι άλλοι να σκάσουν απλά από τη ζήλια τους!

Τα ξωτικά σώπασαν σοκαρισμένα. Αυτή η νέα τροπή τα βρήκε απροετοίμαστα. Όλα τους ετοίμαζαν με πολύ κέφι δώρα για παιδιά που νόμιζαν αθώα στην καρδιά. Δώρα που θα τους έδιναν χαρά λόγω της ευρηματικότητας και κυρίως του πνεύματος αγάπης με τα οποία ήταν όλα τους φτιαγμένα και πακεταρισμένα. Και τώρα ξαφνικά αυτά τα ίδια τα παιδιά έδειχναν σαν μικροί τύραννοι που δεν είχαν άλλο στο νου τους από το πώς να κοκορευτούν, ακόμα και το πώς να βλάψουν άλλους… Αυτά λοιπόν ήταν τα παιδιά σήμερα? Με μυαλά και καρδιές γεμάτα εγωισμό, απληστία και ζήλια? Απίστευτο! Τα ξωτικά αισθάνθηκαν απογοήτευση, αλλά για πρώτη φορά και θλίψη. Γιατί θα πρέπει να γνωρίζετε πως για τα ξωτικά η θλίψη είναι κάτι ξένο στη φύση τους.

Ο Άι Βασίλης βλέποντας τα όλα έτσι σοκαρισμένα ξαναπήρε το λόγο κι είπε αυτό που σκέφτονταν οι περισσότεροι: “Είναι λες κι οι καρδιές όλων των παιδιών να έχουν αρρωστήσει! Γιατί εδώ και χρόνια παρατηρώ πως τα γράμματα τους γίνονται όλο και πιο απαιτητικά ως και ζηλόφθονα, αλλά ως τώρα έλεγα πως είναι μια άσχημη φάση της ανθρωπότητας που θα περάσει με τη βοήθεια πάντα και των Χριστουγέννων. Αλλά φέτος δεν μπορώ άλλο να κάνω σα να μην τρέχει τίποτα! Απλά δεν ξέρω τι έχουν πάθει όλοι τους στη γη, έτσι ώστε τα παιδιά να ζητάνε τέτοια πράγματα και με τέτοιο τρόπο. Πάντως εγώ αρνούμαι να παίξω το ρόλο του κουβαλητή κι εκπληρωτή κάθε απαράδεκτης επιθυμίας ! Απλά αρνούμαι!”

Η φωνή του Άι Βασίλη αντήχησε σε όλο το χώρο και σα βροντή μέσα στις καρδιές όλων των ξωτικών που ήταν μαζεμένα γύρω του. Τρομαγμένα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Μη βρίσκοντας όμως καμία απάντηση στο πρόσωπο του διπλανού τους κοίταξαν πάλι όλα τον Άι Βασίλη.

“Δηλαδή” τόλμησε κάποιο να πει πολύ δειλά, “Τέρμα τα δώρα? Τέρμα οι κατασκευές όλες, τέρμα η περιβόητη και απ΄όλους αναμενόμενη διανομή με το έλκηθρο?”

“Ποια αναμενόμενη διανομή με το έλκηθρο? Δεν ακούτε τι λένε τα γράμματα? Σε αυτά, δείχνουν πως με θεωρούν κάποιο γραφικό τύπο που δεν έχει κάτι άλλο να κάνει όλο το χρόνο από το να προετοιμάζεται για να εκπληρώσει και τις πιο απαιτητικές τους επιθυμίες τη μέρα των Χριστουγέννων! Τα πιο πολλά ωστόσο πιστεύουν πως είμαι κάποιος χοντρός, που ντύνεται στα κόκκινα, φοράει μακρύ μούσι για να παριστάνει κάποιον που δεν είναι, και που μια και δεν έχει έλκηθρο έρχεται με το μηχανάκι των courier για να κάνει το υποχρεωτικό delivery ανήμερα Χριστούγεννα! Πού φτάσαμε! Ο Άι Βασίλης να υπάρχει αποκλειστικά για να κάνει delivery δώρων! Ούτε χριστουγεννιάτικο πνεύμα, ούτε αλληλεγγύη, ούτε αγάπη, μόνιασμα…! Όλο το πνεύμα των Χριστουγέννων αναλώνεται σε χριστουγεννιάτικες αγορές και φαγοπότια!”

Τα ξωτικά σώπασαν και πάλι εντελώς σοκαρισμένα. Ήταν δυνατόν οι άνθρωποι στη γη, και κυρίως τα παιδιά να μην πίστευαν πλέον στην ύπαρξη του Άι Βασίλη? Να περνούσαν τα Χριστούγεννα, αυτήν την πιο άγια απ΄όλες τις γιορτές που από μόνη της υπάρχει για να μας θυμίζει ότι η καλοσύνη κι η αγάπη είναι η αληθινή φύση της κάθε ψυχής, στα μαγαζιά με μάτια γεμάτα από απληστία χωρίς κανένα συναίσθημα αγάπης και σεβασμού? Μα αυτό, σκέφτηκαν τα ξωτικά χωρίς να μπορούν να μιλήσουν, είναι αντίθετο στην ίδια τη φύση των Χριστουγέννων!

Ο Άι Βασίλης βλέποντας τα τόσο σκεφτικά συνέχισε: “Βλέπετε όμως, δεν έχουν εντελώς άδικο τα παιδιά σήμερα να πιστεύουν όλ’ αυτά τα ψέματα. Αφού υπάρχουν άνθρωποι που τα Χριστούγεννα ντύνονται κατά χιλιάδες στα κόκκινα, φοράνε ψεύτικη γενειάδα και βγαίνουν στους δρόμους για να μοιράσουν καραμέλες, ζαχαρωτά, ή ακόμα και για να μαζέψουν χρήματα από ανυποψίαστους περαστικούς τάχα μου για κάποιο καλό σκοπό. Γέμισε ο κόσμος εδώ και χρόνια από ανθρώπους που παριστάνουν πως είμαι εγώ για να εκπληρώσουν όμως πάντα δικές τους επιθυμίες, ακόμα και πολύ κακές. Οπότε πώς να πιστέψουν οι υπόλοιποι και κυρίως τα παιδιά πως υπάρχω στ΄ αλήθεια? Πώς να πιστέψουν πως ο Άι Βασίλης είναι απόλυτα ανιδιοτελής, απόλυτα δίκαιος και πως έχει κατά νου μόνο το να δώσει χαρά κι αγάπη σε όλες τις ψυχές του κόσμου?”

“Φίλοι μου” είπε ο Άι Βασίλης, “Όλα αυτά προέρχονται καθώς μου φαίνεται από μια ύπουλη ασθένεια που πρέπει να έχει πλήξει τις ψυχές στη γη για να φέρονται και να σκέφτονται έτσι. Πριν εξαπλωθεί τόσο που να μην υπάρχει πια γιατρειά θα πρέπει να βρεθεί τι την προκαλεί, γιατί, και πώς μπορεί να εξαλειφθεί μια για πάντα.” Και κοιτάζοντας τα όλα ένα ένα συνέχισε λέγοντας: “Κάποιος από μας πρέπει να πάει στη γη και να βρει την αιτία του κακού! Δεν τολμούσα να σας το πω μέχρι να σιγουρευτώ απόλυτα πως αυτή είναι η μόνη λύση. Και μια κι εμείς εκπροσωπούμε το  Πνεύμα των Χριστουγέννων, εμείς πρέπει να αναλάβουμε δράση για να διατηρηθεί αυτό εν ζωή και μαζί με αυτό κι ότι καλύτερο υπάρχει μέσα στην κάθε ψυχή.”

Τα ξωτικά τον κοίταξαν με τρόμο! Τι? Να πάει κάποιο από αυτά ανάμεσα σε ανθρώπους? Και μάλιστα με τέτοιες προϋποθέσεις? Να βάλουν την ύπαρξη τους, ακόμα και την ύπαρξη της Χώρας τους ολόκληρης σε κίνδυνο για μερικές ψυχές που έδειχναν πως έχασαν κάθε ιερό και όσιο στη ζωή τους κι απλά ζούσαν για να ευχαριστιούνται οι ίδιες και να παιδεύουν τους άλλους? Τα ξωτικά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και δε χρειάστηκαν λόγια ώστε να καταλάβει ο Άι Βασίλης τι σκέφτονταν όλα τους.

“Δε θα βρεθεί λοιπόν κάποιος αρκετά θαρραλέος κι αποφασιστικός για να πάει στη γη και να βρει την αιτία του κακού?” ρώτησε με αγάπη αλλά και κατανόηση.

Τα νέα πολύ γρήγορα εξαπλώθηκαν σ΄ όλη τη χώρα κι όλα τα ξωτικά έδειχναν το ίδιο σοκαρισμένα. Αλλά όσο αναπάντεχα και φοβερά κι αν ήταν όλα αυτά, κανένα τους δεν έβρισκε το θάρρος ούτε καν να σκεφτεί πως θα μπορούσε να πάει στη γη, ανάμεσα στους ανθρώπους για να προσπαθήσει να βρει την αιτία του κακού. 

Όπως κι οι άνθρωποι, έτσι και τα ξωτικά έχουν το καθένα τη δική του εμφάνιση αλλά και το δικό του χαρακτήρα. Άλλα είναι πιο γκρίζα, ή πιο πράσινα, πιο κοντά, ή πιο ψηλά, αδύνατα ή παχουλά, με μικρά ή μεγάλα αυτιά, μικρές ή μεγάλες μύτες, μακριά ή κοντά δάχτυλά, άλλα πιο ευφυή κι ευφάνταστα, άλλα πιο ρεαλιστικά, άλλα πιο ενθουσιώδη κι άλλα πιο υπομονετικά. 

Ανάμεσα σε όλα αυτά ήταν κι ένα μικρό, αεικίνητο ξωτικό, σκέτη σβούρα, που δεν μπορούσε στιγμή να καθίσει ήσυχα κι έπρεπε πάντα να καταπιάνεται με κάτι, με άλλα λόγια ένας μικρός σίφουνας. Τα μάτια του πέταγαν σπίθες, η μεγάλη μύτη του χωνόταν παντού και μπορούσε να μυρίσει και να βρει τα πάντα (κυρίως γλυκά) σε ακτίνα μερικών χιλιομέτρων! Όσο για τα μυτερά του αυτιά του επέτρεπαν να ακούει στο ίδιο βεληνεκές, και τα μακριά και λεπτά του δάχτυλά μπορούσαν να φτιάξουν οτιδήποτε ακόμα κι από το πιο ευαίσθητο και λεπτεπίλεπτο υλικό.

Ωστόσο το μυαλό του ήταν εκείνο για το οποίο τον θαύμαζαν όλοι. Μπορούσε να σκαρφιστεί, αλλά και να φτιάξει ό,τι θεότρελη ιδέα του ερχόταν στο κεφάλι, και πιστέψτε με πως από τέτοιες το μυαλό του έμοιαζε αστείρευτο! Εκεί που κάθονταν με τα άλλα ξωτικά και έτρωγαν και γέλαγαν (γιατί μη νομίζετε πως τα ξωτικά δουλεύουν μόνο!) δεν ήταν ασυνήθιστο αυτός ξαφνικά να πετάγεται πάνω και να τρέχει στο εργαστήριο του επειδή του είχε έρθει (άλλη) μια νέα ιδέα. Τα υπόλοιπα είχαν πλέον συνηθίσει, κι όποτε τον έβλεπαν να πετάγεται ξαφνικά και να φεύγει τρέχοντας (αφήνοντας ως και την αγαπημένη του πουτίγκα με κανέλα και σταφίδες στη μέση!) άλλοτε γέλαγαν κι άλλοτε τον ακολουθούσαν για να δουν από κοντά με περιέργεια τι είχε πάλι σκαρφιστεί. Από περιέργεια, αλλά κι επειδή ο Άι Βασίλης είχε προτείνει εφόσον είναι εφικτό να μην τον αφήνουν ποτέ μόνο σε κάποιο εργαστήριο… Συμβαίνουν ξέρετε ακόμα κι εκεί ατυχήματα! Και ναι μεν δεν υπάρχουν ποτέ θύματα, ούτε τραυματίες σε αυτή τη θαυμαστή Χώρα, αλλά … το να εκτοξευτεί ένα ξωτικό από τη μια μεριά της Χώρας στην άλλη, ή το να πάρει ξαφνικά ανθρώπινη μορφή τρομάζοντας όλα τα υπόλοιπα, το να πλημμυρίσει και να ξεχειλίσει ένα από τα εργαστήρια με πολύχρωμες μπουρμπουλήθρες, να βαφτεί ένας τάρανδος κατακόκκινος, ή να εξαφανιστεί ως και το ίδιο το έλκηθρο του Άι Βασίλη κι αντ’ αυτού να εμφανιστεί ένα… πυραυλοκίνητο βαγονάκι, όλα αυτά θεωρούνται σοβαρά ατυχήματα που καλό θα ήταν να μπορούσαν να αποφευχθούν!

Όπως καταλαβαίνετε, το ξωτικό αυτό είχε ιδιαίτερη φήμη σε ολόκληρη τη μυθική και μυστική αυτή χώρα. Κι ακόμα κι αν κάποια λιγοστά αδέρφια του, ως και κάποιοι τάρανδοι για ευνόητους λόγους τον απέφευγαν, αν κάποιος είχε μια καλή ιδέα αλλά δεν μπορούσε να την υλοποιήσει, ή αν κάποιος είχε στερέψει από ιδέες, η συμβουλή που άκουγε στη Χώρα του Άι Βασίλη ήταν μία: “πήγαινε στον Σπίθα!”

Έτσι λοιπόν και τώρα μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα ανησυχίας, αβεβαιότητας αλλά και φόβου, κάποιο πήρε δειλά το λόγο κι είπε πως ίσως θα ήταν καλή ιδέα να πάνε και να ρωτήσουν το Σπίθα σχετικά με τη γνώμη του. Τα άλλα όλα κοιτάχτηκαν και μετά… ξέσπασε αληθινή διαμάχη μεταξύ τους! Μερικά το θεώρησαν καλή ιδέα, ενώ άλλα ούτε που ήθελαν να ακούσουν κάτι τέτοιο.

Η διαμάχη αυτή που ξέσπασε δεν άργησε να φτάσει και στ’ αυτιά του ‘Αι Βασίλη όμως. Και βλέποντας πως αυτή αντικατέστησε το γενικό κλίμα ανησυχίας και κινδύνευε να πάρει διαστάσεις, και μια κι ήταν πάντα καλοσυνάτος, ευγενικός, υπομονετικός κι απόλυτα δίκαιος επενέβη καθησυχάζοντας όλους, και προσπαθώντας να τους μονιάσει πάλι.

Τα ξωτικά μετάνιωσαν για το ότι είχαν παραφερθεί κι είχαν  μιλήσει  άσχημα για κάποιον δικό τους, κι  επειδή πάνω στην ανησυχία τους είχαν ξεχαστεί κι είχαν εξαπλώσει τη διχόνοια. Είχαν όμως πλέον πειστεί πως κάτι έπρεπε σίγουρα να γίνει ώστε να σωθεί το Πνεύμα των Χριστουγέννων. Και χρειαζόταν κάποιο κοφτερό αλλά κι ιδιαίτερα εφευρετικό μυαλό για να το πετύχουν. Οπότε χωρίς να χρειάζονται περισσότερα λόγια συμφώνησαν πως έπρεπε να πάνε άμεσα στο Σπίθα. Ο Άι Βασίλης χαμογέλασε ευχαριστημένος κι είπε με αγάπη: “ Πάμε λοιπόν να τον βρούμε γιατί ο χρόνος περνάει.”

Κι όλοι μαζί άρχισαν να ψάχνουν το Σπίθα, ο οποίος όμως μπορούσε να είναι παντού. Ξεκίνησαν λοιπόν από το εργαστήριο του, όπου όμως δεν ήταν, πήγαν σπίτι του, αλλά ούτε εκεί τον βρήκαν, ρώτησαν άλλα ξωτικά μήπως τον είχαν δει, αλλά κανένα τους δε φάνηκε να ξέρει κάτι. Κάποια στιγμή, κι ενώ είχαν κουραστεί τριγυρίζοντας και ψάχνοντας παντού άκουσαν μια κραυγή από μακριά. Ο Άι Βασίλης χαμογέλασε και είπε: “Να ένα καλό σημάδι. Ας το ακολουθήσουμε.” Πλησιάζοντας άκουγαν όλο και περισσότερο θόρυβο, ποδοβολητά, μουγκρητά  και φωνές, σίγουρη ένδειξη πως είχαν βρει πια το Σπίθα! Ώσπου σε λίγο τι να δουν? Έναν ξέφρενο τάρανδο που μεταλλασσόταν συνέχεια, να καλπάζει ολόγυρα, και το Σπίθα να προσπαθεί να τον πιάσει για να τον ηρεμήσει.

Τα ξωτικά έμειναν αποσβολωμένα μπροστά σε αυτήν τη θέα κι ο Άι Βασίλης πλησίασε τον τάρανδο που βλέποντας τον όρμησε κοντά του να σωθεί. “Τι έκανες δυστυχισμένε?” Ρώτησε το Σπίθα που βλέποντας τους όλους, και κυρίως τον Άι Βασίλη ξαφνικά μπροστά του μαζεύτηκε στις ρίζες ενός δέντρου.

“…Εεεεεε, ένα πείραμα…, αλλά…” ήταν όσα μπόρεσε να πει.

Ο Άι Βασίλης άγγιξε συμπονετικά τον τάρανδο κι αυτός με μιας πήρε πάλι την πραγματική του μορφή, χλιμίντρησε, κάλπασε γύρω του σα να ήθελε να τον ευχαριστήσει, και δίνοντας έναν πήδο εξαφανίστηκε.

Τα άλλα ξωτικά απλά κοιτάχτηκαν και άρχισαν να κουνάνε αποδοκιμαστικά το κεφάλι, πράγμα που δεν πείραξε το Σπίθα. Είχε συνηθίσει να τον περιγελούν και να τον αποδοκιμάζουν. Αλλά το γεγονός πως ο ίδιος ο Άι Βασίλης είχε γίνει μάρτυρας αυτού του παραλίγο πετυχημένου πειράματος τον έκανε να μικραίνει όλο και περισσότερο από ντροπή. Και καθώς στη Χώρα αυτή όλα είναι μαγικά και τα δέντρα όλα καλόκαρδα και συμπονετικά (όπως ακριβώς κι αυτά στη γη), το δέντρο στις ρίζες του οποίου στεκόταν ο Σπίθας άρχισε να κατεβάζει τα κλαδιά του μέχρι που το μικρό ξωτικό εξαφανίστηκε πίσω τους. Ο Άι Βασίλης όμως χτύπησε μια φορά με τα χέρια και το δέντρο υπάκουο ύψωσε πάλι τα κλαδιά του, εμφανίζοντας ένα… τοσοδούλη και ντροπαλό ξωτικό.

Ο Άι Βασίλης για να του δώσει θάρρος αφού του χάιδεψε με αγάπη το κεφάλι του εξήγησε πως είχε η κατάσταση. Με μιας, άρχισαν τα άλλα ξωτικά να τον ρωτούν ποια ήταν η γνώμη του κι αν εκείνος είχε καμιά καλή ιδέα σχετικά με το πώς θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί αυτή. Ο Σπίθας κοίταξε τον Άι Βασίλη γιατί ακόμα δεν τολμούσε να μιλήσει, κι εκείνος κατανοώντας τη σκέψη του μικρού ξωτικού είπε “Κάποιος από μας θα πρέπει να πάει στη γη και να βρει τι αρρωσταίνει τις ψυχές των ανθρώπων.” Και γυρίζοντας πάλι στο Σπίθα: “Χρειαζόμαστε τη γνώμη σου για το πώς θα μπορούσαμε να φέρουμε σε πέρας μια τέτοια αποστολή χωρίς ωστόσο να βάλουμε κανέναν από μας σε κίνδυνο”.

Ο Σπίθας κοίταξε όλους γύρω του και ρώτησε δειλά: “ Άρα, έχετε βρει αυτόν που θα πάει στη γη?” 

“Όχι”, απάντησε ο Άι Βασίλης, “Αλλά θέλαμε να σε ρωτήσουμε αν έχεις κάποια καλή ιδέα. Κι αν η ιδέα σου αρέσει φαντάζομαι πως μετά δε θα είναι δύσκολο να βρεθεί κάποιος θαρραλέος αρκετά για να αναλάβει  την αποστολή.” 

Ο Σπίθας σώπασε κι απομακρύνθηκε λίγο. Έτσι έκανε πάντα όταν έπεφτε σε βαθιά περισυλλογή. Απομακρυνόταν. Οι άλλοι όλοι κάθισαν κάτω κι απλά περίμεναν σιωπηλοί. Ξαφνικά τον είδαν που ερχόταν πάλι κοντά τους. “Κάποιος σίγουρα πρέπει να πάει στη γη. Αλλά πού ακριβώς? Η χώρα των ανθρώπων είναι τεράστια. Αλλού γιορτάζονται τα Χριστούγεννα, αλλού όμως όχι, σε κάθε μέρος έχουν διαφορετικά έθιμα. Πού θα στείλουμε λοιπόν κάποιον ώστε να μπορέσει να βρει την αιτία του κακού?”

Ξαφνικά όλα άρχισαν να μιλούν ανάκατα: “Στην Αμερική, εκεί απ΄όπου ξεκινάνε οι περισσότερες μόδες!” έλεγε το ένα, “Στην Αγγλία, εκεί που κάνουν την ωραιότερη χριστουγεννιάτικη πουτίγκα!” έλεγε το άλλο, “Στην Αυστραλία, εκεί που όλα είναι παράξενα” είπε ένα τρίτο. “Στη Γερμανία, τη χώρα των παραμυθιών!” είπε ένα άλλο. Και το καθένα επέμενε στη δική του γνώμη. Ο Σπίθας δεν πτοήθηκε κι έβγαλε μια υδρόγειο από την τσέπη του, η οποία με το που βγήκε από κει άρχισε να μεγαλώνει ώσπου όλοι μπορούσαν να τη δουν χωρίς δυσκολία. Κι έτσι μεγάλη όπως ήταν άρχισαν να την περιεργάζονται, ώσπου κάποιο είπε αυτό που είχαν αρχίσει να σκέφτονται τα περισσότερα: “Είναι αδύνατον να καταφέρουμε να βρούμε την αιτία του κακού! Η γη είναι τεράστια. Πού να πρωτοψάξουμε? Πού να πρωτοπάμε? Με ποιον να πρωτομιλήσουμε? Αδύνατον!”

“Τίποτα δεν είναι αδύνατο!” ακούστηκε η φωνή του Σπίθα που περισσότερο έμοιαζε να μιλάει στον εαυτό του.

“Τι θες να πεις?” Τον ρώτησε κάποιο, ενώ σχεδόν όλα τα υπόλοιπα ξωτικά άρχισαν να αποδοκιμάζουν τόσο τον ίδιο όσο και τις τρελές του ιδέες, γιατί ήταν σίγουρα πως πάλι κάποια εντελώς παλαβή ιδέα του είχε κατέβει στο κεφάλι.

Χρειάστηκε πάλι η παρέμβαση του Άι Βασίλη ώστε να ηρεμήσουν τα πνεύματα και να μπορέσει ο Σπίθας να ολοκληρώσει τη σκέψη του για να μπορεί και να την εκφράσει.

“Είναι απλό,” είπε αφού πέρασε λίγη ώρα. “Ο Άι Βασίλης και λίγο πολύ όλοι μας έχουμε μαγικές δυνάμεις. Αν τις ενώσουμε λοιπόν όλοι μαζί και στείλουμε ταυτόχρονα κάποιον στη γη, έχουμε πολύ καλές ελπίδες ο εκπρόσωπος μας να πέσει ακριβώς εκεί που χρειάζεται.”

Όλοι τους κοιτάχτηκαν. Ο Άι Βασίλης χαμογέλασε.

“Λες να πιάσει?” ρώτησε κάποιος.

“Δεν έχει άδικο” είπε κάποιος άλλος.

Ενώ ένας τρίτος ρώτησε με καχυποψία: “Τι εννοείς να πέσει εκεί που χρειάζεται?”

“Ε, να” είπε ο Σπίθας δειλά “σκεφτόμουν εκείνον τον καταπέλτη που είχα χρησιμοποιήσει μια φορά και κατά λάθος εκτόξευσε εκείνον το μικρό…”

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του κι όλα τα ξωτικά μαζί άρχισαν να τον αποδοκιμάζουν πάλι σχετικά με το ότι αυτά δεν είναι πράγματα, πως τα πειράματα του είναι απαράδεκτα, πως δε φέρονται έτσι μεταξύ τους, πως θα έπρεπε να προσέχει πολύ περισσότερο και ούτε να εκτοξεύει ξαφνικά ξωτικά από δω κι από κει, ούτε να βάφει ταράνδους εμπριμέ, κλπ, κλπ, κλπ!

Ο Σπίθας άρχισε ολοένα να μικραίνει και πάλι, ώσπου ο Άι Βασίλης αφού παρέμεινε αρκετή ώρα σκεφτικός τους έκανε νόημα να σωπάσουν. Σιωπή απλώθηκε παντού κι όλοι περίμεναν την απόφαση του.

”Νομίζω πως η ιδέα του Σπίθα είναι πολύ καλή.” είπε, “Τώρα μας απομένει να βρούμε ποιος θα πάει στη γη.”

Ξανά απλώθηκε σιωπή. Ώσπου κάποιος ακούστηκε να λέει: “Αφού η ιδέα είναι του Σπίθα, κι ο καταπέλτης επίσης, γιατί να μη στείλουμε αυτόν? Έτσι θα τον δοκιμάσει κι ο ίδιος μια φορά αντί να τον δοκιμάζει μόνο σε άλλους!”

Όλα τα μάτια καρφώθηκαν στο Σπίθα ο οποίος ξεροκατάπιε. Μόνος του στη γη? Ανάμεσα σε ανθρώπους που απ’ ότι φαινόταν πολύ από αυτούς είχαν αρρωστήσει? Χωρίς τα αδέρφια του τα ξωτικά, που ακόμα κι αν τον περιγελούσαν μερικές φορές ήξερε πως κατά βάθος τον εκτιμούσαν, αλλά κυρίως χωρίς τον αγαπημένο του Άι Βασίλη? Χωρίς αυτόν που ήταν βράχος κι άγκυρα στις ζωές όλων? Χωρίς την αγάπη του, την υποστήριξή του? Πώς θα τα κατάφερνε μόνος του στη γη?

Ο Άι Βασίλης φάνηκε να διαβάζει τις σκέψεις του, τον πλησίασε και με περισσή αγάπη και στοργή του είπε: “Εγώ είμαι πάντα μαζί σας όπου κι αν είστε. Και στη γη που θα πας πάλι μαζί σου θα είμαι, μικρέ μου Σπίθα. Είναι αδύνατον να μείνω μακριά σας.” Ο Σπίθας έτρεξε συγκινημένος και τον αγκάλιασε.

Όσο γρήγορα είχαν εξαπλωθεί τα νέα για το ότι ενδεχομένως να χάνονταν πλέον τα Χριστούγεννα στη γη, ακόμα γρηγορότερα μαθεύτηκε το ότι ο Σπίθας θα πήγαινε εκεί για να βρεθεί τρόπος να τα σώσουν. Οι προετοιμασίες έγιναν πολύ γρήγορα κι ο Άι Βασίλης επέβλεπε με προσοχή τα πάντα. Ο καταπέλτης στήθηκε σ΄ένα σημείο όπου το υπερμοντέρνο σύστημα πλοήγησης που είχε ανακαλύψει ο Σπίθας έδειχνε πως θα τον έριχνε σίγουρα κοντά σε ανθρώπους ώστε να μη χρειαζόταν να χάσει χρόνο ψάχνοντας τους σε βουνά κι ερήμους, αλλά χωρίς και να χρειαστεί να πέσει καταμεσής στη θάλασσα!

Η ώρα έφτανε και τα ξωτικά από κάθε σημείο της χώρας έρχονταν να τον ξεπροβοδίσουν, να του ευχηθούν, να ενώσουν τις μαγικές τους δυνάμεις, αλλά φυσικά και για να δουν το θέαμα της εκτόξευσης! Ο Άι Βασίλης όπως πάντα ήταν βράχος πίστης κι ήξερε πολύ καλά να τη μεταδίδει σε όλους. Κι έτσι όλοι όσοι μπόρεσαν να μαζευτούν στον τόπο εκτόξευσης, αλλά κι όλοι όσοι δεν μπόρεσαν να παρευρεθούν σε αυτήν, είχαν πια ακλόνητη πίστη στο ότι αυτή η περιπέτεια σίγουρα θα έφερνε το θεμιτό αποτέλεσμα με το να ξυπνήσει και πάλι το Πνεύμα των Χριστουγέννων στις καρδιές των ανθρώπων. Ο Σπίθας έδειχνε πιο ήρεμος απ΄ότι ήταν στ΄αλήθεια, ωστόσο του άρεσε η ιδέα ότι θα ζούσε μια μοναδική περιπέτεια που όμοια της κανένα άλλο ξωτικό δεν είχε ζήσει. Το ότι ο Άι Βασίλης πίστευε ακλόνητα τόσο σε αυτόν, όσο και στην επιτυχία της αποστολής τον γέμιζε με πίστη αλλά και δύναμη. Κι έτσι γεμάτος αυτοπεποίθηση μάζεψε τα πράγματα του, καθώς του ήταν αδύνατο να φανταστεί πως θα μπορούσε να είναι στη γη χωρίς μερικά τουλάχιστον από τα πολύτιμα σύνεργα του.

Η μεγάλη ώρα έφτασε, κι είχαν αποφασίσει να λάβει χώρα αργά το βράδυ ώστε να μη φανεί ούτε η εκτόξευση αλλά φυσικά ούτε κι η προσγείωση του ξωτικού στη γη. Ο καταπέλτης στήθηκε απέναντι από τα βουνά που χώριζαν και προστάτευαν τη χώρα κι όλοι περίμεναν το Σπίθα που σύντομα κατέφτασε και τον οποίο υποδέχτηκαν όλοι σαν ήρωα.  Ο Άι Βασίλης ήρθε κι αυτός να τον ξεπροβοδίσει, να τον ευλογήσει, και να του δώσει κάποια πολύ ιδιαίτερα δώρα. Μόνο ο τάρανδος που τον έφερε προτίμησε να κρατήσει αποστάσεις ασφαλείας από το Σπίθα παρόλο που δε φάνηκε να του κρατά κακία! Ο Άι Βασίλης πλησίασε το Σπίθα, τον αγκάλιασε, του μίλησε, και του έδωσε τα δώρα του που ήταν βέβαια μαγικά. Και για να μην τον εμποδίζουν στο μακρινό κι επικίνδυνο ταξίδι του με το που τα έβαζε ο Σπίθας στο σάκο του αυτά… εξαφανίζονταν! Και πάλι ο Άι Βασίλης έσκυψε και του είπε κάτι στο αυτί κι όλοι είδαν το Σπίθα να πέφτει στην αγκαλιά του.

Η στιγμή του αποχωρισμού ήταν πολύ σύντομη. Μόλις ανέβηκε και πήρε θέση ο Σπίθας στον καταπέλτη αυτός από μόνος του πήρε μπρος και βζηηηηην εκτόξευσε το μικρό ξωτικό πέρα μακριά όπου κανένα άλλο δεν είχε ποτέ ως τώρα φτάσει!

Την ίδια ώρα κάπου στη γη κάποιοι πολύ παρατηρητικοί είδαν κάτι σαν πεφταστέρι να εμφανίζεται ξαφνικά στο νυχτερινό ουρανό. Και μετά να χάνεται. Ο μικρός Σπίθας είχε πια φτάσει στη γη!

… … …

Η προσγείωση ήταν λίγο ανώμαλη κι ο μικρός μας Σπίθας έπρεπε πρώτα να σιγουρευτεί ότι έφτασε αρτιμελής κι ότι δεν είχε χάσει εντωμεταξύ ούτε τα εργαλεία του, αλλά ούτε και τα πολύτιμα και μαγικά δώρα του Άι Βασίλη. Θυμήθηκε πως ανάμεσα σε όσα του είχε δώσει ήταν και μια μαγική, λεπτή κουβέρτα που τον προστάτευε απ΄το να τον βλέπουν οι άνθρωποι με την κανονική μορφή του. Όταν σιγουρεύτηκε ότι όλα ήταν σε τάξη κι ούτε του έλλειπε κανένα κομμάτι σηκώθηκε, έβαλε την κουβέρτα πάνω του και τρίφτηκε λίγο, γιατί είπαμε η προσγείωση ήτανε λιγάκι ανώμαλη και πόνεσε. Και μετά… κοίταξε γύρω του. Τότε χρειάστηκε να τρίψει τα μάτια του για να σιγουρευτεί ότι είναι ξύπνιος κι ότι δε βλέπει κανέναν εφιάλτη! Μα τι ήταν αυτά που έβλεπε? Αυτή ήταν λοιπόν μια πόλη όπως την ονόμαζαν οι άνθρωποι? Μα έτσι ζούσαν οι καημένοι? Ο ένας πάνω στον άλλο και χωρίς καθόλου χώρο ανάμεσα στα σπίτια? Κι αυτά τα τεράστια κτίρια ήταν στ΄αλήθεια σπίτια? Και τι ήταν όλα αυτά τα φώτα? Μα ήταν κι εδώ νύχτα ή μήπως ώσπου να φτάσει στη χώρα των ανθρώπων έγινε πρωί? Αλλά και πάλι, δεν υπήρχε ήλιος στον ουρανό.

Δειλά δειλά προχώρησε προς τα κτίρια που έβλεπε κι εκεί…  και βρουμμ! κάτι πέρασε ξυστά δίπλα του και παρολίγο να τον ρίξει κάτω. Ο Σπίθας τρομαγμένος κοίταξε τι ήταν αυτό που παρολίγο να τον ρίξει και είδε κάτι… απερίγραπτο. Ήταν ένα δίτροχο που έκανε πολύ φασαρία κι απάνω του καθόταν ένα πλάσμα ακαθόριστο. Μέσα στην τρομάρα του άκουσε αυτό ακριβώς το πλάσμα να του φωνάζει. Ο Σπίθας στάθηκε σαστισμένος και τρομαγμένος κοιτάζοντας το, ώσπου συνειδητοποίησε πως ο θόρυβος γύρω του όλο και μεγάλωνε. Ο καημένος άθελα του είχε πάει να περάσει ένα δρόμο, κι αυτό χωρίς να έχει ιδέα από ΚΟΚ! Οπότε, έτσι όπως τρόμαξε είχε κοκαλώσει μέσ΄τη μέση του δρόμου εμποδίζοντας όλη την υπόλοιπη κυκλοφορία. Κι είχαν πλέον μαζευτεί γύρω του πολλά αυτοκίνητα που προσπαθούσαν να περάσουν, κι όλα μαζί κορνάριζαν και οι οδηγοί από μέσα του φώναζαν νευριασμένοι.

Όταν κάποιος του φώναξε “Μα εντελώς παλαβός είσαι αδερφάκι μου?” ο Σπίθας σα να ξύπνησε από το σοκ. Αυτά τα λόγια του ήταν γνωστά! Όσο πιο γρήγορα γινόταν προσπάθησε να φτάσει στην απέναντι μεριά. Αλλά, κι εκεί πάλι τα ίδια. Ο καημένος είχε παγιδευτεί σ΄ένα διάζωμα δρόμου μεγάλης κυκλοφορίας και απλά δεν ήξερε πώς να περάσει απέναντι για να σωθεί από το θόρυβο, τα φώτα κι όλο αυτό το άγνωστο σ΄εκείνον χάος. Οπότε κούρνιασε στις “ρίζες” ενός … μεταλλικού δέντρου με φώτα που αναβόσβηναν, ώσπου πρόσεξε κοντά του δυο πόδια. Κοιτάζοντας είδε πως δίπλα του είχε σταθεί ένα παιδί που τον κοίταζε με απορία αλλά και δυσπιστία, σα να ήθελε αλλά δεν τολμούσε να του μιλήσει. Ο Σπίθας μάζεψε όλο του το θάρρος και το χαιρέτησε χαμογελώντας φοβισμένα. Όταν το παιδί από τη μεριά του κατάλαβε πως αυτό το πλάσμα που είχε κουρνιάσει στο στύλο ενός φαναριού ήταν κάτι ζωντανό αλλά δε φαινόταν απειλητικό πήρε θάρρος και του μίλησε: “Μα γιατί λοιπόν κάθεσαι εδώ στο φανάρι και δεν περνάς απέναντι?”

Ο Σπίθας δεν κατάλαβε τι του είπε το παιδί. Φανάρι? Τι ήταν αυτό? Παρόλ΄αυτά πήρε θάρρος και σηκώθηκε όρθιος. Το παιδί βλέποντας τον έτσι μικρό νόμισε πως κι αυτός ήταν παιδί που για κάποιο λόγο είχε χαθεί και δεν τολμούσε έτσι μόνο του να περάσει απέναντι το δρόμο. Του έτεινε λοιπόν το χέρι και βλέποντας το Σπίθα ακόμα τρομοκρατημένο του είπε “Έλα! Θα σε βοηθήσω εγώ να περάσεις απέναντι.”

Ο Σπίθας έβαλε το χέρι του σε αυτό του παιδιού κι αμέσως ένοιωσε κάτι να τον διαπερνά. Ήταν κάτι οικείο, και γλυκό μαζί που έδιωξε με μιας το φόβο που είχε νοιώσει ως τώρα σ΄αυτήν την τόσο ξένη χώρα. “Αυτό το παιδί, σκέφτηκε “μου το στέλνουν σίγουρα οι καλές ευχές του Άι Βασίλη και των αδερφών μου.” Με μιας ξαναβρήκε την σιγουριά του κι άρχισε να περπατά με αυτοπεποίθηση δίπλα στο παιδί.

Κι έτσι πέρασαν το δρόμο και στάθηκαν στο πεζοδρόμιο ο ένας απέναντι από τον άλλο και κοιτάχτηκαν για πρώτη φορά. Το παιδί ήταν αρκετά πιο ψηλό από το Σπίθα αλλά έδειχνε φιλικό κι έξυπνο. “Λοιπόν, είσαι καλά? ” τον ρώτησε.

Ο Σπίθας δίστασε λίγο.

“ Απλά τρόμαξα με όλη αυτήν την κίνηση στο δρόμο.”

Το παιδί έβαλε τα γέλια. “Κίνηση το λες αυτό? Εμένα μου φαίνεται πως όλοι τους τρελάθηκαν. Κοντεύουν Χριστούγεννα βλέπεις κι έχουν πέσει με τα μούτρα στα ψώνια λες και πρόκειται για τη ζωή τους, οπότε τρέχουν να προλάβουν μην τους ξεφύγει καμιά σακούλα.”

Ο Σπίθας κοίταξε το χαμογελαστό παιδί. “Ώστε πλησιάζουν Χριστούγεννα” είπε. “Εσύ δε θα πας να ψωνίσεις για να γιορτάσεις τα Χριστούγεννα?”

“Εμένα δε μου φτάνουν ούτε σακούλα να πάρω! Πόσο μάλλον να τη γεμίσω κιόλας!” αποκρίθηκε το παιδί.

“Μα νομίζεις πως χρειάζονται πολλά για να γιορτάσει κανείς τα Χριστούγεννα?” ρώτησε ο Σπίθας και κοίταξε ερευνητικά το παιδί.

“Τίποτα δε χρειάζεται.” είπε αυτό. “Καλή καρδιά. Αλλά αν είχα και κάτι νόστιμο να φάω, κι ένα κερί μαγικό που να φωτίζει τον κόσμο με όσα θα ήθελα να βλέπω γύρω μου, και που να μη λιώνει ποτέ για να μη μένω στο σκοτάδι, και να μη χρειάζεται ν’ αγοράζω κι άλλο…” Το παιδί ξαφνικά έδειχνε λυπημένο, αλλά χαμογέλασε ξανά.

“Είσαι καλά τώρα, ή θες να σε πάω κάπου?” ρώτησε το Σπίθα.

“Όχι, ευχαριστώ πολύ μικρέ” είπε αυτός. “Με βοήθησες πολύ. Γι΄αυτό επέτρεψε μου να σου κάνω ένα δώρο” κι έβγαλε από τα πράγματα του αφού έψαξε λίγο ένα μικρό κερί.

“Το βράδυ των Χριστουγέννων να βγεις έξω και θα δεις θαύματα να συμβαίνουν κρατώντας αυτό ακριβώς το κερί. Δεν είναι μεγάλο, αλλά είναι μαγικό. Όπως το ζήτησες.”

Το παιδί το πήρε στο χέρι και μόνο μαγικό δεν του φάνηκε. Αλλά δεν ήθελε να δυσαρεστήσει κάποιον που απ΄ότι έδειχνε ούτε κι αυτός είχε πολλά να μοιραστεί. Κι έτσι τον ευχαρίστησε ευγενικά και έφυγε.

Του Σπίθα όμως του είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον, κι έτσι με προσοχή το ακολούθησε ώσπου έφτασε σε κάτι φτωχικά σοκάκια μακριά από το θόρυβο των δρόμων και πέρα από τα τεράστια κτίρια που είχε πρωταντικρύσει. Κι όταν έφτασε έξω από το σπίτι όπου είδε το παιδί να μπαίνει κοίταξε γύρω του κι αντίκρισε ένα πολύ φτωχικό χριστουγεννιάτικο σύμβολο: Ένα δεντράκι στολισμένο με ό,τι είχε βρει ο καθένας από τους γείτονες. Ο Σπίθας συγκινημένος έψαξε στα πράγματα του, έβγαλε από μέσα κάτι και το έθαψε στο χώμα κάτω ακριβώς από το δεντράκι.

Ύστερα έφυγε και ξαναπήγε εκεί που υπήρχε όλος ο θόρυβος κι ο σαματάς.

Από κει και πέρα για τις επόμενες μέρες άρχισε η εποχή της μαθητείας του Σπίθα όσον αφορά τις συνήθειες και τις ζωές των ανθρώπων. Έμαθε λοιπόν πολλά πράγματα παρατηρώντας τους. Κι έτσι, και μια και τα μάτια ενός ξωτικού βλέπουν διαφορετικά από αυτά ενός ανθρώπου πολύ γρήγορα παρατήρησε πως οι άνθρωποι είχαν περίεργες συνήθειες. Ενώ εξωτερικά στόλιζαν και φώτιζαν τα πάντα γιορτινά, ένδειξη πως ήθελαν να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα, τίποτα ωστόσο δεν αντικαθρέφτιζε τη λάμψη όλων αυτών των φώτων και στα πρόσωπά τους. Όλοι τους παρέμεναν σκυθρωποί κι εκνευρισμένοι. Κι αν μια στιγμή τύχαινε να δει ένα ζευγάρι να περπατάει αγαπημένο, την επόμενη στιγμή αυτό το ίδιο ζευγάρι άρχιζε να καυγαδίζει για ψύλλου πήδημα. Ενώ οι περισσότεροι ψώνιζαν στα μαγαζιά κι απ΄το καθένα έβγαιναν φορτωμένοι με όλο και περισσότερες σακούλες, δε φαίνονταν ποτέ να είχαν βρει αυτό που έψαχναν μια και όσο περισσότερες σακούλες κρατούσαν τόσο πιο δυσαρεστημένοι έδειχναν. Γέμιζαν τα ράφια και τα ντουλάπια των παιδιών τους με ένα σωρό, χωρίς όμως να γεμίζουν και τις καρδιές τους με αγάπη. Κι έτσι φορτώνονταν οι άνθρωποι με δώρα χωρίς όμως ποτέ οι ίδιοι να νοιώθουν, ή και να μοιράζονται χαρά. Ούτε αυτοί που τα πρόσφεραν αλλά ούτε κι αυτοί που τα λάμβαναν.

Κι έτσι το Πνεύμα των Χριστουγέννων έδειχνε να χάνεται και να καλύπτεται από τον υπερβολικό στολισμό και την υπερκατανάλωση. Εξωτερικά ήταν όλα λαμπερά και στολισμένα αλλά εσωτερικά όλοι έδειχναν να υποφέρουν.

“Χμ”, σκέφτηκε ο Σπίθας. “Πρέπει να ειδοποιήσω άμεσα τον Άι Βασίλη.”

 Ανέβηκε λοιπόν σ΄έναν λόφο πίσω από την πόλη και κάπως μακριά από τη φασαρία της και με μαγικό τρόπο που μόνο τα ξωτικά γνωρίζουν κάλεσε τον Άι Βασίλη, ο οποίος ήδη περίμενε με ανυπομονησία, και του εξέθεσε την κατάσταση όπως την είχε δει και ζήσει αυτές τις λίγες μέρες.

Ο Άι Βασίλης άκουσε πολύ προσεκτικά την αναφορά του Σπίθα κι αφού τέλειωσε έμεινε αρκετή ώρα σκεφτικός.

“Νομίζω Σπίθα μου πως βρήκες την αιτία του κακού. Ήταν σοφό να πας εκεί.” είπε τελικά.

“Αλήθεια?” είπε αυτός γεμάτος χαρά. “Και από τι αρρώστια πάσχουν οι άνθρωποι τελικά? Την ξέρεις?”

“Φυσικά”, απάντησε αυτός. “Οι άνθρωποι, όλο το ανθρώπινο γένος, φαίνεται πως πάσχει από οξεία εξωστρεφίτιδα! Πολύ σοβαρή ασθένεια! Όλα όσα μου περιέγραψες είναι χαρακτηριστικά συμπτώματα της. Το μικρόβιο αυτό δρα πολύ ύπουλα και αποκόπτει την ψυχή από το σώμα. Έτσι οι άνθρωποι αισθάνονται σωματικά το άγγιγμα, αλλά όχι την αγάπη που το συνοδεύει, ακούνε μουσική χωρίς να μπορούν να ευφρανθούν από τη μελωδία. Τα μάτια τους βλέπουν την ομορφιά, αλλά οι ίδιοι δεν μπορούν να τη νοιώσουν. Οπότε η ζωή τους αναλώνεται στην προσπάθεια ικανοποίησης των αισθήσεων τους. Με αποτέλεσμα να μην μπορούν πλέον να ικανοποιηθούν ψυχικά, οπότε με όσα και να έχουν να παραμένουν συγχυσμένοι και δυστυχείς.

 Αρχικά δεν καταλαβαίνει κανείς τίποτα, αλλά σταδιακά αυτός που έχει προσβληθεί γίνεται όλο και πιο ανήσυχος, ανικανοποίητος, εκνευρισμένος κι εριστικός, και στο τέλος απόλυτα δυστυχής. Αυτό το τελευταίο στάδιο της ασθένειας είναι και το πιο επικίνδυνο γιατί ο άρρωστος γίνεται εντελώς παράλογος κι απρόβλεπτος στις πράξεις του. Το χειρότερο σ΄αυτήν την ασθένεια όμως είναι ότι εξαπλώνεται και μεταδίδεται τάχιστα και όλοι μπορούν να κολλήσουν. Νέοι, ηλικιωμένοι, ασθενείς και καθόλα υγιείς, πλούσιοι και φτωχοί. Κανείς δε μπορεί να ξεφύγει. Είναι στ΄αλήθεια ένα είδος πανδημίας αυτό που έχει πλήξει την ανθρωπότητα.”

Η χαρά του Σπίθα ακούγοντας όλα αυτά χάθηκε. Η ανθρωπότητα ήταν λοιπόν βαριά άρρωστη, και το χειρότερο απ΄όλα ήταν πως η ίδια δεν το ήξερε! Τι μπορούσε λοιπόν να γίνει?

Ο Άι Βασίλης φάνηκε να γνωρίζει και πάλι τις σκέψεις του. “Είναι πολύ καλό το ότι είσαι εκεί. Έτσι θα μπορέσουμε να τους βοηθήσουμε καλύτερα.”

Οπότε με αρχηγό τον Άι Βασίλη και με όλα τα υπόλοιπα ξωτικά που ήταν μαζεμένα γύρω του όλοι μαζί κατέστρωσαν ένα σχέδιο.

Εφόσον οι άρρωστοι με εξωστρεφίτιδα μπορούσαν να αντιληφθούν αποκλειστικά μόνο όσα ερεθίσματα λάμβαναν μέσω των αισθήσεων τους και τίποτε άλλο, μέσω αυτών θα έπρεπε να τους χορηγηθεί και το φάρμακο. Η ιδέα αυτή όσο απλή και λογική κι αν ήταν τόσο δύσκολη φαινόταν στο να πραγματοποιηθεί.

Ωστόσο με τη βοήθεια όλων τους το σχέδιο γρήγορα καταστρώθηκε και τέθηκε σ΄εφαρμογή.

Η μέρα που όλοι με λαχτάρα περίμεναν έφτασε. Ξημέρωσε και βράδιασε χωρίς όμως να γίνει τίποτε αξιοπρόσεκτο. Το παιδί που είχε γνωρίσει και βοηθήσει το Σπίθα μετά το λιτό βραδινό με τους δικούς του ζήτησε ξαφνικά, χωρίς να ξέρει πώς του ήρθε αυτή η ιδέα νυχτιάτικα, να κατέβουν όλοι κάτω και να μαζέψουν κι όλους τους γειτόνους και φίλους γύρω από το φτωχικά στολισμένο δεντράκι. Κι όταν όλοι τους μαζεύτηκαν, άρχισαν να τραγουδούν χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Το παιδί θυμήθηκε πως είχε ακόμα στην τσέπη του το κερί που του χάρισε ο άγνωστος εκείνο το βράδυ λέγοντας του πως είναι μαγικό. Το έβγαλε λοιπόν απ΄την τσέπη και το έβαλε σ΄ένα περβάζι, αλλά αφού δε βρήκε σπίρτα για να το ανάψει το άφησε εκεί και πήγε και κάθισε μαζί με τους άλλους που συνέχισαν να τραγουδούν ο καθένας ό,τι χριστουγεννιάτικο τραγούδι ήξερε.

Μα όταν κόντευαν πια μεσάνυχτα ξαφνικά άρχισαν πυροτεχνήματα. Αλλά αυτά τα πυροτεχνήματα έρχονταν κυριολεκτικά από τον ουρανό και δεν εκτοξεύονταν από τη γη! Ήταν… μαγικά! Στην αρχή ήταν λίγα, αλλά μετά γίνονταν όλο και πιο πολλά, όλο και πιο λαμπερά, κι όσο φεγγοβολούσαν κι άστραφταν αυτά τόσο το φως κι η λάμψη τους εξαπλωνόταν παντού. Στα σπίτια, στα δέντρα, σε όλη την πόλη, σ΄όλο τον κόσμο! Οι άνθρωποι είχαν όλοι σαστίσει κι απλά κοίταγαν με θαυμασμό και δέος το θέαμα στον ουρανό που μεταμόρφωνε σταδιακά όλη την πόλη χωρίς να μπορούν να πιστέψουν στα μάτια τους. Άλλοι φώναζαν “Θαύμα! Θαύμα!” και γέλαγαν, κι άλλοι έκλαιγαν από συγκίνηση.  Ε, ναι! Το θαύμα των Χριστουγέννων ήταν το γιατρικό της εξωστερφίτιδας! Κι όπως είπαμε: εφόσον οι άνθρωποι μπορούσαν μόνο μέσω των αισθήσεων να καταλάβουν αυτό το θαύμα, μέσω αυτών τους χορηγούνταν τώρα και το φάρμακο: το αιώνιο, λαμπερό και ζεστό Φως που ζει κι υπάρχει στον καθέναν, αλλά που λόγω της εξωστρεφίτιδας κανείς δεν αισθανόταν πλέον.

Οι άνθρωποι παρέμειναν να κοιτούν τον ουρανό όπου το επόμενο θαύμα τους περίμενε. Tα μαγικά πυροτεχνήματα σταμάτησαν κι έπεσε σιωπή παντού. Όλοι κοιτούσαν τον νυχτερινό ουρανό που είχε γεμίσει τώρα με λαμπερά αστέρια, θαρρείς πως κάθε ψυχή που είχε φωτιστεί από τη λάμψη των πυροτεχνημάτων είχε πάρει τη θέση της εκεί, σαν αιώνιο φωτεινό αστέρι. Κι εκεί που όλοι θαύμαζαν τον έναστρο ουρανό ξαφνικά ένα πάλαμπρο Αστέρι εμφανίστηκε κι έριξε ολούθε το Φως του! Αυτό το Αστέρι ήταν ό,τι πιο μαγικό είχαν δει όλοι τους γιατί το Φως του δεν το έβλεπαν απλώς αλλά το αισθάνονταν όλοι μέσα τους να φωτίζει και να θερμαίνει την ψυχή και την καρδιά τους.

Αλλά τα θαύματα δεν είχαν ακόμα τελειώσει! Το “φάρμακο” δινόταν με δόσεις στις ψυχές ώστε λίγο λίγο να μπορέσουν να γιατρευτούν συνειδητοποιώντας το πόσο άρρωστοι ήταν πρωτύτερα. Ξαφνικά ήχος από καμπανάκια αντήχησε από μακριά, και τι να δουν? Κάτι απίστευτο! Το έλκηθρο του Άι Βασίλη να περνά ακριβώς από πάνω τους στον ουρανό!

Το παιδί κοίταξε τους πάντες γύρω του κι είδε πως όλοι έλαμπαν, λες και αυτό το Φως είχε ανάψει και το φως που υπήρχε μέσα στον καθέναν τους, κι άστραφταν όλα τα πρόσωπα από ευτυχία και συγκίνηση. Ύστερα κοίταξε το φτωχικά στολισμένο τους δεντράκι και τι να δει? Ως κι αυτό είχε μεταμορφωθεί τώρα! Κι από κάτω υπήρχαν δώρα για όλους τους. Δώρα από τον ίδιο τον Άι Βασίλη! Ώ, τη χαρά! Αλλά εκεί που όλοι έκλαιγαν κι αγκαλιάζονταν ευτυχισμένοι, ξαφνικά όλα φωτίστηκαν σα να ήταν μέρα! Και γύρισαν τα μάτια τους στον ουρανό και έμειναν με ανοιχτό το στόμα! Γιατί ολόκληρος ο ουρανός είχε φωτιστεί από το Αστέρι που τώρα είχε πλέον μεταμορφωθεί σε ολόλαμπρο ήλιο! Όλοι έμειναν να το κοιτούν με έκσταση κι αισθάνονταν πως το Φως του τους διαπερνούσε και τους μεταμόρφωνε.  

Πέρασε ώρα κι όταν τα θαύματα πια έδειχναν να έχουν τελειώσει όλοι φιλήθηκαν, αγκαλιάστηκαν και σιγά σιγά πήγαν ο καθένας σπίτι του με την ψυχή γεμάτη φως, λάμψη, αγάπη κι ευτυχία. Και το παιδί μπαίνοντας στο σπίτι είδε κάτι να φωτίζει σ΄ένα περβάζι. Ήταν το κερί που του είχε χαρίσει ο Σπίθας και που χωρίς να έχει ο ίδιος σπίρτα να το ανάψει το είχε απλά αφήσει εκεί. Το κεράκι όμως, μαγικό καθώς ήταν, είχε ανάψει από μόνο του κι έριχνε το φως του μέσα στη νύχτα.